γλαρομάτης, -α, -ικο

γλαρομάτης, -α, -ικο
1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια.
2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλαρομάτης — α, ικο αυτός που έχει γλαρά μάτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”